Οι αγελάδες της βραχυκερατικής φυλής έχουν όχι μόνο μεγάλη διατροφική αξία, καθότι είναι μια φυλή πλούσια σε ωφέλιμα λιπαρά οξέα Ω3 και Ω6, αλλά και πεντανόστιμο, ουσιαστικό κρέας. Τα ζώα των αυτόχθονων ελληνικών φυλών ζουν από αρχαιοτάτων χρόνων στη γη των προγόνων τους, αφομοιώνοντας ομαλά τις αλλαγές της ελληνικής φύσης, είναι πλήρως εγκλιματισμένα σε αυτή, ενώ και η εκτροφή τους γίνεται με τη μικρότερη δυνατή έως μηδενική ανθρώπινη παρέμβαση. Με αυτόν τον τρόπο τα ζώα της βραχυκερατκής φυλής αξιοποιούν τους ελληνικούς βοσκότοπους πολύ καλύτερα από ότι οι εισαγόμενες ράτσες και μάλιστα η ποικιλία της χλωρίδας την οποία βόσκουν οδηγεί σε σημαντική αύξηση των ποσοστών σε Ω3 και Ω6.
Η μικρόσωμη Ελληνική Βραχυκερατική φυλή είναι μια από τις τρεις γηγενείς φυλές βοοειδών της Ελλάδας. Η άριστη προσαρμογή και ανθεκτικότητά της στις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες και η ιδιαίτερη θέση που κατέχει μεταξύ των άλλων ειδών της πανίδας της προσδίδει ένα σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στη διατήρηση και προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων. Οι δε εκτροφές της φυλής είναι εκτατικές και πολλές από αυτές πιστοποιημένες βιολογικές, γεγονός που προσδίδει στο γάλα και στο κρέας τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και μεγάλη θρεπτική αξία. Η διάσωση των αυτόχθονων παραδοσιακών φυλών είναι, μεταξύ άλλων, απαραίτητη για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας των ζώων του τόπου μας τα οποία είναι συνυφασμένα με την ελληνική διατροφική πολιτιστική παράδοση. Εξάλλου έχουν επιβιώσει με φυσική επιλογή επί χιλιετίες, μπορούν να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες με αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, ενώ έχουν και ιδιαίτερη αντοχή στις ασθένειες, άρα δεν απαιτούν σωρεία φαρμάκων. Από μια άλλη άποψη, η εκτροφή τους θα δώσει ζωή σε εκτάσεις της χώρας, που μένουν αναξιοποίητες. Επιπλέον τα υψηλής ποιότητας προϊόντα τους μπορούν να αποτελέσουν παρακαταθήκη για τις ανταγωνιστικές αγορές του εξωτερικού. Οι εκτατικές συνθήκες εκτροφής των ζώων της Ελληνικής βραχυκερατικής προσδίδουν στο κρέας εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και γεύση.
Λίγη ιστορία…
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα εγχώρια βοοειδή παρέμειναν αβελτίωτα και με χαμηλή παραγωγική ικανότητα εξαιτίας, κυρίως, των αντίξοων κλιματεδαφικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα. Τα ζώα της Ελληνικής Βραχυκερατικής φυλής που δεν ήταν προνόμιο κάποιων τόπων αλλά εκτρέφονταν σε όλες, σχεδόν, τις περιοχές της Ελλάδας, αντιπροσώπευαν το 80% περίπου των βοοειδών που υπήρχαν τότε στη χώρα. Ωστόσο από το 1946, με σκοπό την κάλυψη των μεγάλων αναγκών της χώρας σε βοοτροφικά προϊόντα, ξεκίνησε μια μαζική εισαγωγή ταύρων και αγελάδων της φυλής «Φαιά των Άλπεων» (Σβιτς) και εφαρμογή προγραμμάτων τεχνητής σπερματέγχυσης για τη βελτίωση των αποδόσεων των εγχώριων βοοειδών.
Γνωριμία με τη βραχυκερατική
Τα ζώα της αυτόχθονης Ελληνικής βραχυκερατικής φυλής βοοειδών όπως πιστεύεται, συγγενεύουν με εκείνα της Ιλλυρικής Βραχυκερατικής φυλής, τα οποία στο παρελθόν ήταν διαδεδομένα σε όλα τα βαλκανικά κράτη.Η βραχυκερατική φυλή διακρίνεται από ζώα με μικρό σωματικό μέγεθος, με το βάρος των αρσενικών να φτάνει τα 300 κιλά, ενώ των θηλυκών μόλις τα 200 κιλά. Έχουν κοντά και αδύνατα άκρα, με το ύψος της ενήλικης να μην ξεπερνά το 1 μέτρο και 10 εκατοστά, οι ταύροι είναι πολύ μεγαλύτεροι από τις αγελάδες, το χρώμα τους ποικίλει από γκρίζο, καστανό, καστανοκόκκινο, ξανθό, μέχρι τελείως μαύρο. Έχουν μικρό και σχετικά μακρύ κεφάλι με στενή μύτη (σφηνοειδές σχήμα) με σκούρο γκρίζο ακρορρίνιο. Το χαρακτηριστικό που τους δίνει και το περιγραφικό όνομά τους είναι τα μικρά και λεπτά κέρατα τα οποία συνήθως στρέφονται στεφανοειδώς προς τα εμπρός ή επάνω. Αναπτύσσονται αργά, ωστόσο είναι ανθεκτικά, λιτοδίαιτα, μακρόβια και υψηλής αναπαραγωγικής ικανότητας ζώα, πλήρως προσαρμοσμένα στο ορεινό ανάγλυφο της χώρας.
Που βόσκουν οι βραχυκερατικές αγελάδες;
Ζουν στην ύπαιθρο όλο τον χρόνο, ενώ καταλύματα και στάβλοι χρησιμοποιούνται μόνο σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα. Εκτρέφονται κυρίως σε ορεινούς βοσκότοπους, φτωχούς σε βλάστηση, είναι από τις πλέον κατάλληλες για εκτατική και βιολογική εκτροφή σε αντίθεση με τις βελτιωμένες φυλές βοοειδών, που απαιτούν πολύ μεγαλύτερη φροντίδα από τον κτηνοτρόφο και τον κτηνίατρο όλο το χρόνο. Σήμερα πληθυσμοί της Ελληνικής Βραχυκερατικής φυλής που σύμφωνα με πρόσφατη απογραφή υπολογίζονται σε περίπου 7.500 κεφάλια, απαντώνται στην Ελλάδα κυρίως σε ορεινές περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, της Ηπείρου, των Γρεβενών, της Ροδόπης, του Μπέλες, του Παγγαίου, της Θεσσαλίας, της υπόλοιπης Δυτικής Μακεδονίας και της Πίνδου, αλλά και σε νησιά όπως η Κεφαλονιά και το Μεγανήσι.
Trivia
- Πρόκειται για φυλή κυρίως κρεοπαραγωγική.
- Οι αποδόσεις τους σε κρέας και γάλα είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις βελτιωμένες φυλές βοοειδών.
- Αντέχουν στα δύσκολα, σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, αξιοποιώντας πλήρως τους διαθέσιμους τύπους λιβαδιών και βοσκοτόπων όλες τις εποχές του έτους.
- Οι ανάγκες τους σε συμπληρωματική διατροφή και κτηνιατρική φροντίδα είναι μικρές και το κόστος συντήρησής τους σε συνθήκες εκτατικής εκτροφής είναι σχετικά χαμηλό.
- Παραμένουν αναπαραγωγικές για περισσότερο από 15 έτη.
- Οι νεογέννητοι μόσχοι δέχονται αμέσως τη φροντίδα της μητέρας τους, έχουν χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας κατά τη γέννηση, και μέσα σε 15 με 30 λεπτά στέκονται στα πόδια τους και αναζητούν τον μαστό της μητέρας τους.
- Η Ελληνική Βραχυκερατική φυλή θεωρείται συγγενής των βραχυκερατικών φυλών των Βαλκανίων, Busa ή Busha Γιουγκοσλαβίας, από την οποία προέρχονται τα βραχυκερατικά ζώα της Αλβανίας, Busa Ρουμανίας και Βραχυκερατική της Ροδόπης στη Βουλγαρία. Όλες αυτές κατάγονται από την αρχαία ιλλυρική φυλή και, μεταξύ αυτών, η Ελληνική Βραχυκερατική φυλή είναι η πιο μικρόσωμη.
Βασική πηγή πληροφοριών: Ένωση Εκτροφέων Ελληνικής Βραχυκερατικής Φυλής Βοοειδών https://www.vrachikeratiki.gr/
Η Μυρσίνη Λαμπράκη λατρεύει το κρέας και το ψήσιμο και είναι η πρώτη Master Grill Chef στην Ελλάδα. Μαγείρισσα, συντάκτρια και παρουσιάστρια εκπομπών μαγειρικής γνωρίζει όλα τα μυστικά του meat & grill.
Δεν Υπάρχουν Σχόλια